τσαμπολογώ

τσαμπολογώ
τσαμπολόγησα, τσαμπολογήθηκα, τσαμπολογημένος, κόβω όσα τσαμπιά έμειναν άκοπα στον τρύγο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τσαμπολογώ — Ν κόβω τα τσαμπιά που δεν είχαν κοπεί κατά τον τρύγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσαμπί + λογώ*] …   Dictionary of Greek

  • τσαμπολόγημα — το, Ν [τσαμπολογώ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τσαμπολογώ …   Dictionary of Greek

  • -λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”